τόσ'

τόσ'
τόσα , τόσος
so great
neut nom/voc/acc pl
τόσε , τόσος
so great
masc voc sg
τόσαι , τόσος
so great
fem nom/voc pl
τόσᾱͅ , τόσος
so great
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • Влахернская икона — Божией Матери Θεοτόκος των Βλαχερνών Влахернская икона из Успенского собора …   Википедия

  • DIXI — usitatissima clausula, in fine orationum, tam Graecarum, quam Latinarum. Ascon. 2. Verr. Moris Vett. fuit, quum satis visum esset fluxisse verborum, hanc sibi necessitatem finiendae orationis imponere, ut dicerent ad ultimum, Dixi. Nempe, Orator …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MELITE — vicus in tribu Oeneide. Steph. Item Atticae oppid. Plin. l. 4. c. 7. vicum Plutarchus vocat in Solone. Harpocration ad Cecropidem refert. Templum ibi unum Eurysaci, alterum Melanippo filio Thesei, tertium Dianae cognomine Α᾿ριςτοβούλῳ, ubi ii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δις — (I) (AM δίς) επίρρ. δύο φορές αρχ. 1. (με το τόσος ή αριθμητ.) διπλάσιος, δύο φορές τόσος, άλλος τόσος («ἀρ ἔστι ταῡτα δὶς τόσ ἐξ ἁπλῶν κακά», Σοφ. Αίας) 2. φρ. α. «ἐς δὶς» δύο φορές β. «δὶς διὰ πασῶν» είδος αρμονίας στη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… …   Dictionary of Greek

  • to-1, tā-, ti̯o- —     to 1, tā , ti̯o     English meaning: that, he (demonstr. base)     Deutsche Übersetzung: Pronominalstamm “der, die”     Grammatical information: nom. acc. sg. n. tod, acc. sg. m. tom, f. tüm, gen. sg. m. tosi̯o, f. tesiüs     Note: (nom. sg …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ВЛАХЕРНСКАЯ ИКОНА БОЖИЕЙ МАТЕРИ — (празд. 7 июля), чудотворный образ, присланный в Москву из К поля в дар царю Алексею Михайловичу от протосинкелла (настоятеля) Иерусалимского подворья в К поле Гавриила. Согласно сведениям XVII в., торжественная встреча иконы состоялась 16 окт.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”